Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λαφιάζω — αλαφιάζω, φοβίζω, τρομάζω κάποιον ή τρομάζω ο ίδιος, ξαφνιάζομαι, ταράζομαι, φοβάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάφι ή αλαφιάζω (με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος) < αλάφι ή ελαφιάζω] … Dictionary of Greek
λάφιασμα — το [λαφιάζω] αλάφιασμα, ξάφνιασμα, ταραχή … Dictionary of Greek